χουβαρντάνθρωπος

χουβαρντάνθρωπος
χουβαρντάνθρωπος, ο και κουβαρντάνθρωπος, ο
άνθρωπος που δαπανά για τους άλλους, απλοχέρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χουβαρντάνθρωπος — ο, Ν βλ. κουβαρντάνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντάνθρωπος — και κουβαρδάνθρωπος και χουβαρντάνθρωπος, ο κουβαρντάς, απλοχέρης, γενναιόδωρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”